- ἀφελότης
- ἀφελότης, ητος, ἡ (older Gk. ἀφέλεια; Mel., P. subscr. ; Dio Chrys.; Vett. Val. 240, 15; 153, 30) simplicity of heart [b]Ac 2:46.—DELG s.v. ἀφελής. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
αφελότης — ἀφελότης, η (AM) η απλότητα … Dictionary of Greek
ἀφελότης — simplicity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελότητα — ἀφελότης simplicity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελότητι — ἀφελότης simplicity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελότητος — ἀφελότης simplicity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԻԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. ἁκεραιότης, ἁκεραιοσύνη, ἀπλότης , ἁφελότης sinceritas, simplicitas, integritas εὑγνωμοσύνη gratus animus ὀμόνοια concordia. Միամիտն գոլ (ըստ ամենայն նշ). պարզմտութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)